νυμφοστόλος — escorting the bride masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφοστόλον — νυμφοστόλος escorting the bride masc/fem acc sg νυμφοστόλος escorting the bride neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφοστόλε — νυμφοστόλος escorting the bride masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφοστόλοι — νυμφοστόλος escorting the bride masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφοστόλοις — νυμφοστόλος escorting the bride masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφοστόλου — νυμφοστόλος escorting the bride masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφοστόλῳ — νυμφοστόλος escorting the bride masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφοστολία — νυμφοστολία, ἡ (Α) [νυμφοστόλος] ο στολισμός τής νύφης … Dictionary of Greek
νυμφοστολικός — νυμφοστολικός, ή, όν (Μ) [νυμφοστόλος] αυτός που μοιάζει με παράνυμφο. επίρρ... νυμφοστολικῶς (Α) κατά τον τρόπο τού νυμφοστόλου … Dictionary of Greek
νυμφοστολώ — νυμφοστολῶ, έω (Α) [νυμφοστόλος] συνοδεύω τη νύφη ή και τον γαμπρό … Dictionary of Greek